- παράσχεσις
- παράσχεσιςfurnishingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράσχεσις — έσεως, ἡ, Α [παρέχω] παροχή, χορηγία («τὴν παράσχεσιν τῶν ἵππων», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
παράσχεσιν — παράσχεσις furnishing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)